-
1 φωτογραφικός
η, ό[ν] фотографический;φωτογραφικός χάρτης — фотобумага;
φωτογραφική μηχανή — фотоаппарат;
φωτογραφική αναγνώριση — фоторазведка;
φωτογραφική κάλυψη — аэрофотосъёмка
-
2 χάρτης
ο1) бумага;χάρτης επιστολικός — почтовая бумага;
χάρτης δημοσιογραφίκός — бумага для газет и журналов;
χάρτης απορροφητικός — промокательная бумага;
σφραγιστός χάρτης — гербовая бумага;
χάρτης κηρωτός — пергамент;
χάρτης δοκιμαστικός — лакмусовая бумажка;
χάρτης φωτογραφικός — фотобумага;
χάρτης (συμ)πεπιεσμένος — папье-маше;
εργοστάσιο χάρτου — бумажная фабрика;
βιομηχανία χάρτου — бумажная промышленность;
2) карта (географическая и т. п.);3) хартия;συνταγματικός χάρτης — конституция;
καταστατικός χάρτης — а) конституция; — б) устав
-
3 фотоаппарат
фотоаппарат м η φωτογραφική μηχανή; \фотоаппаратбумага ж ο φωτογραφικός χάρτης* * *мη φωτογραφική μηχανή -
4 фотобумага
жο φωτογραφικός χάρτης -
5 фотобумага
фото||бума́гаж ὁ φωτογραφικός χάρτης. -
6 фотобумага
[φαταμπουμάγκα] ουσ. θ. φωτογραφικός χάρτης -
7 фотобумага
[φαταμπουμάγκα] ουσ θ φωτογραφικός χάρτης -
8 бумага
бумага 1-и θ.1. χαρτί, χάρτης•первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•
тряпичная -χαρτί από ράκη•
древесная бумага χαρτί από ξύλο•
писчая бумага χαρτί γραψίματος•
почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•
фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•
оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•
газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•
промокательная бумага στυπόχαρτο•
цветная -έγχρωμο χαρτί•
светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•
наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•
стеклянная -γυαλόχαρτο•
пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•
бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•
в две линейки χαρτί δίγραμμο•
бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.
2. έγγραφο•из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.
3. χαρτονόμισμα•-и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.
4. -и πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.
εκφρ.на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•ценные -и – τα Χρεόγραφα.бумага 2-и θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•
хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.